Let us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherized upon a table;
Let us go, through certain half-deserted streets,
The muttering retreats
Of restless nights in one-night cheap hotels
And sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets that follow like a tedious argument
Of insidious intent
To lead you to an overwhelming question. . .
Oh, do not ask, "What is it?"
Let us go and make our visit.
In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.
The yellow fog that rubs its back upon the window-panes
The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes
Licked its tongue into the corners of the evening
Lingered upon the pools that stand in drains,
Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,
Slipped by the terrace, made a sudden leap,
And seeing that it was a soft October night
Curled once about the house, and fell asleep.
And indeed there will be time
For the yellow smoke that slides along the street,
Rubbing its back upon the window-panes;
There will be time, there will be time
To prepare a face to meet the faces that you meet;
There will be time to murder and create,
And time for all the works and days of hands
That lift and drop a question on your plate;
Time for you and time for me,
And time yet for a hundred indecisions
And for a hundred visions and revisions
Before the taking of a toast and tea.
In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.
And indeed there will be time
To wonder, "Do I dare?" and, "Do I dare?"
Time to turn back and descend the stair,
With a bald spot in the middle of my hair—
[They will say: "How his hair is growing thin!"]
My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,
My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—
[They will say: "But how his arms and legs are thin!"]
Do I dare
Disturb the universe?
In a minute there is time
For decisions and revisions which a minute will reverse.
For I have known them all already, known them all;
Have known the evenings, mornings, afternoons,
I have measured out my life with coffee spoons;
I know the voices dying with a dying fall
Beneath the music from a farther room.
So how should I presume?
And I have known the eyes already, known them all—
The eyes that fix you in a formulated phrase,
And when I am formulated, sprawling on a pin,
When I am pinned and wriggling on the wall,
Then how should I begin
To spit out all the butt-ends of my days and ways?
And how should I presume?
And I have known the arms already, known them all—
Arms that are braceleted and white and bare
[But in the lamplight, downed with light brown hair!]
Is it perfume from a dress
That makes me so digress?
Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.
And should I then presume?
And how should I begin?
. . . . .
Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets
And watched the smoke that rises from the pipes
Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows? . . .
I should have been a pair of ragged claws
Scuttling across the floors of silent seas.
. . . . .
And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully!
Smoothed by long fingers,
Asleep . . . tired . . . or it malingers,
Stretched on the floor, here beside you and me.
Should I, after tea and cakes and ices,
Have the strength to force the moment to its crisis?
But though I have wept and fasted, wept and prayed,
Though I have seen my head (grown slightly bald) brought in upon a platter,
I am no prophet–and here's no great matter;
I have seen the moment of my greatness flicker,
And I have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker,
And in short, I was afraid.
And would it have been worth it, after all,
After the cups, the marmalade, the tea,
Among the porcelain, among some talk of you and me,
Would it have been worth while,
To have bitten off the matter with a smile,
To have squeezed the universe into a ball
To roll it toward some overwhelming question,
To say: "I am Lazarus, come from the dead,
Come back to tell you all, I shall tell you all"
If one, settling a pillow by her head,
Should say, "That is not what I meant at all.
That is not it, at all."
And would it have been worth it, after all,
Would it have been worth while,
After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,
After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the floor—
And this, and so much more?—
It is impossible to say just what I mean!
But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:
Would it have been worth while
If one, settling a pillow or throwing off a shawl,
And turning toward the window, should say:
"That is not it at all,
That is not what I meant, at all."
. . . . .
No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;
Am an attendant lord, one that will do
To swell a progress, start a scene or two
Advise the prince; no doubt, an easy tool,
Deferential, glad to be of use,
Politic, cautious, and meticulous;
Full of high sentence, but a bit obtuse;
At times, indeed, almost ridiculous—
Almost, at times, the Fool.
I grow old . . . I grow old . . .
I shall wear the bottoms of my trousers rolled.
Shall I part my hair behind? Do I dare to eat a peach?
I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.
I have heard the mermaids singing, each to each.
I do not think they will sing to me.
I have seen them riding seaward on the waves
Combing the white hair of the waves blown back
When the wind blows the water white and black.
We have lingered in the chambers of the sea
By sea-girls wreathed with seaweed red and brown
Till human voices wake us, and we drown.
One Half of a Whole
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010
'Το Μονόγραμμα', Οδυσσέας Ελύτης
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς?
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς?
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς,
μαχαίρι!
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς?
Είμ' εγώ, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, μ'ακούς?
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς?
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς,
σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς?
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες,
θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι.
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς?
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς,
των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει.
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς,
τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς?
Όπου κάποτε οι φιγούρες
των Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς?
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς?
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς?
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς,
της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς?
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς?
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς,
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς?
Μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς?
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει –ακούς?;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς?
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς?
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς?
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς?
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς,
μαχαίρι!
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς?
Είμ' εγώ, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, μ'ακούς?
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς?
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς,
σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς?
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες,
θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι.
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς?
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς,
των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει.
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς,
τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς?
Όπου κάποτε οι φιγούρες
των Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς?
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς?
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς?
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς,
της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς?
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς?
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς,
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς?
Μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς?
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει –ακούς?;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς?
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς?
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς?
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)